πολύστηλος

πολύστηλος
η , ο [ος , ον ] занимающий много столбцов, колонок; пространный (о статье, публикации)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πολύστηλος" в других словарях:

  • πολύστηλος — η, ο, Ν (ιδίως για γραπτό κείμενο) 1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο άρθρο») 2. (κατ επέκτ.) εκτεταμένος, μακροσκελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στηλος (< στήλη), πρβλ. μονό στηλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύστηλος — η, ο αυτός που έχει πολλές στήλες: Πολύστηλο άρθρο εφημερίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»